- αναπόλαυστος
- -η, -ο (Α ἀναπόλαυστος, -ον) [ἀπολαύω]1. αυτός που δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να τόν απολαύσει κανείς2. αυτός που δεν απόλαυσε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναπόλαυστος — not to be enjoyed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπόλαυστον — ἀναπόλαυστος not to be enjoyed masc/fem acc sg ἀναπόλαυστος not to be enjoyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπόλαυστοι — ἀναπόλαυστος not to be enjoyed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՎԱՅԵԼՈՒՄՆ — ( ) NBH 1 0239 Chronological Sequence: 8c ἁναπόλαυστος qui frui non licet, vacans voluptate, jejunus Իբր Անվայելելի. ոչ վարելի ʼի պէտս. անպէստ. անյարմար. *Բայց սակայն եւ ոչ ʼի կերակուրն է անվայելումն. Նիւս. երգ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)